- αναλάμπω
- (Α ἀναλάμπω)εκπέμπω λάμψη ή φλόγα, ακτινοβολώ, λάμπωνεοελλ.ανακτώ την προηγούμενη αίγλη μου, ακμάζω εκ νέουαρχ.1. αναφλέγομαι, παίρνω φωτιά, ανάβω2. (για πόλεμο) ξεσπώ και πάλι3. (για πρόσωπα) συνέρχομαι, αναζωογονούμαι4. κάνω κάτι να λάμψει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + λάμπω.ΠΑΡ. ανάλαμψιςνεοελλ.αναλαμπή].
Dictionary of Greek. 2013.